Ο τουρισμός αποτέλεσε για σειρά δεκαετιών και εξακολουθεί να αποτελεί την ``βαριά`` βιομηχανία της πατρίδας μας, δίδοντας εργασία σε χιλιάδες κόσμου αλλά συνάμα και έσοδα στα ταμεία του κράτους. Αποτελεί δε, όπως ιδιαίτερα εδώ στην Κρήτη γνωρίζουμε, για πολλά μέρη της πατρίδας μας την κύρια και πιο κερδοφόρα ενασχόληση, συμβάλλοντας ουσιαστικά στην πρόοδο και ευημερία του τόπου μας.
Η Ελλάδα, λόγω και της γεωγραφικής της θέσης στη νότια Ευρώπη, είχε την τύχη να γνωρίσει ειδικά τις δεκαετίες του `70 και 80` μια πρωτοφανή για τα Ελληνικά δεδομένα τουριστική ανάπτυξη, δεχόμενη μεγάλο όγκο ειδικά ευρωπαίων τουριστών. Δυστυχώς όμως, η ανάπτυξη αυτή ήταν κατά κανόνα άναρχη, συνοδευόμενη από την έλλειψη σωστού σχεδιασμού αλλά και βασικών υποδομών.
Συνέπεια των ανωτέρω ήταν τη δεκαετία του `90 ο Ελληνικός τουρισμός να αντιμετωπίσει κρίση, την οποία εμβάθυνε περισσότερο η εισαγωγή στην τουριστική αγορά νέων προορισμών περισσότερο ανταγωνιστικών των Ελληνικών.
Την τελευταία πενταετία παρατηρείται μια ανάπτυξη του τουρισμού στη χώρα μας, που κατά τη γνώμη του γράφοντος, οφείλεται περισσότερο σε συγκυριακούς παράγοντες (πόλεμοι στη μέση ανατολή, τρομοκρατικές επιθέσεις σε Τουρκία, Χώρες Άπω Ανατολής και Ηνωμένες Πολιτείες) και λιγότερο στην εφαρμογή μιας μελετημένης πολιτικής ανάπτυξης του τουρισμού. Πρέπει εδώ να αναφέρουμε ότι την τελευταία διετία, εξαιτίας και των Ολυμπιακών αγώνων, παρατηρείται μια οργανωμένη προσπάθεια που πρέπει όμως να ενταθεί.
Η μετάπτωση του τουρισμού στα σημερινά δεδομένα ανταγωνισμού, δεν έχει πλέον μόνα συστατικά τον ήλιο τη θάλασσα ή τα αξιοθέατα. Απ΄ αυτά η πατρίδα μας διαθέτει άφθονα. Το πρόβλημα για τη χώρα μας εστιάζεται στην εισαγωγή ως επιλογών, νέων προορισμών που στο σημερινό προβληματικό για το ευρύ κοινό οικονομικό περιβάλλον, είναι οικονομικότεροι άρα ανταγωνιστικότεροι.
Το ερώτημα λοιπόν που γεννάται αυτόματα είναι πως η Ελληνική τουριστική αγορά μπορεί να καταστεί ακόμα πιο ανταγωνιστική και άρα δελεαστικότερη ως επιλογή. Το να ρίξουμε το βάρος της προσπάθειάς μας στο να γίνουμε φτηνότεροι, είναι αναποτελεσματικό και ως μοναδική δράση κινείται προς τη λάθος κατεύθυνση, καθώς δεν μπορούμε να ανταγωνιστούμε προορισμούς που οι μηνιαίοι μισθοί είναι της τάξης των 50, 100 και 200 ευρώ με το κόστος παραγωγής αγαθών και υπηρεσιών σημαντικά μικρότερο των δικών μας. Συνέπεια της ανωτέρω στρατηγικής του μειωμένου κόστους, είναι το φαινόμενο των ``έγκλειστων`` στα ξενοδοχεία τουριστών, λόγω οικονομικών τουριστικών πακέτων που τα τελευταία χρόνια παρατηρείται στη χώρα μας και που εκτός της μείωσης του εισαγόμενου τουριστικού συναλλάγματος, έχει δυστυχώς ως άμεσο αποτέλεσμα τη δραματική πτώση της δραστηριότητας των υπόλοιπων τουριστικών επιχειρήσεων.
Η κατεύθυνση προς την οποία πρέπει να κινηθούμε περικλείεται σε μία και μοναδική λέξη: την ποιότητα, με ότι βέβαια αυτό συνεπάγεται για την επίτευξή της. Ο ήλιος, η θάλασσα και τα πάμπολλα αξιοθέατα που διαθέτει ο τόπος μας δεν μπορούν πλέον να πωληθούν σε αξιοπρεπείς τιμές δίχως το ένα ωραίο ``περιτύλιγμα``.
Η ποιότητα ως αποτέλεσμα, είναι συνισταμένη δύο παραγόντων που αλληλεξαρτώνται. Οι παράγοντες αυτοί είναι από τη μία οι σωστές και λειτουργικές υποδομές που το κράτος και η τοπική αυτοδιοίκηση είναι υποχρεωμένοι να παρέχουν σε πολίτες και επισκέπτες (δρόμοι, λιμάνια, αεροδρόμια κ.α) και από την άλλη οι ιδιωτικές επενδύσεις, με την προϋπόθεση να υπάγονται σε κανόνες που θα εξασφαλίζουν την ποιότητα και βιωσιμότητά τους στο άκρως ανταγωνιστικό σημερινό περιβάλλον.
Η ανωτέρω προσέγγιση θα έχει ως άμεσο αποτέλεσμα την προσέλκυση τουριστών που επιζητούν την ποιότητα και κατά συνέπεια διατεθειμένων να πληρώσουν γι΄ αυτό. Αυτό που γίνεται κάθε χρόνο που περνά εμφανέστερο σε όλους που έχουν ως ασχολία τους τον τουρισμό, είναι ότι σημασία δεν πρέπει να δίδουμε μόνο στην αύξηση του αριθμού των αφικνούμενων τουριστών, αλλά και στο οικονομικό επίπεδο αυτών. Αν δεν στραφούμε προς αυτήν την κατεύθυνση, θα ενταθεί το φαινόμενο των κλεισμένων στα ξενοδοχεία τουριστών, που σαν άμεση συνέπεια βέβαια έχει την κατανομή του τουριστικό εισοδήματος ουσιαστικά μεταξύ των μεγάλων ξενοδοχειακών επιχειρήσεων που προσφέρουν τα πάντα, καταδικάζοντας παράλληλα σε μαρασμό την πλειονότητα των υπολοίπων τουριστικών επιχειρήσεων. Πρέπει εδώ να αναφερθεί ότι πλέον στη χώρα μας, πολλές μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες είναι ξένων συμφερόντων, με συνέπεια μέρος του τουριστικού συναλλάγματος που εισέρχεται στη χώρα, να ξαναφεύγει στο εξωτερικό.
Πρέπει λοιπόν να δημιουργήσουμε τις παραπάνω συνθήκες για την βελτίωση παροχής του τουριστικού προϊόντος, που ναι μεν διαβάζονται και ακούγονται ωραίες, αλλά απέχουν πολύ της Ελληνικής πραγματικότητας. Ο σχεδιασμός είναι το Α και το Ω, γι΄ αυτό και η επανασύσταση του υπουργείου τουρισμού αποτέλεσε κίνηση κεφαλαιώδους σημασίας, αναβαθμίζοντας τη σημασία του τουρισμού για τη χώρα μας, δημιουργώντας και οργανώνοντας έτσι τα απαραίτητα εργαλεία για την ανάπτυξή του, που πρέπει να βρίσκονται υπό την σκέπη ενός ενιαίου φορέα και όχι σε ανεξάρτητες διάσπαρτες υπηρεσίες. Αυτή η θεσμική αναβάθμιση του τουριστικού προϊόντος, αντανακλά τη σημασία του για την εθνική μας οικονομία, δίδει τη δυνατότητα προώθησής του στο εξωτερικό οργανωμένα και υπό καλύτερες συνθήκες, ενώ παράλληλα βοήθα και επιταχύνει την δημιουργία ή βελτίωση των θεσμικών πλαισίων που επιβάλλεται να υπάρχουν. Η ανάπτυξη και εφαρμογή θεσμών πρέπει να είναι το πρώτο και βασικό μέλημα της πολιτείας, καθώς η απουσία τους δημιούργησε και εξακολουθεί δυστυχώς να συντηρεί τα φαινόμενα αναρχίας και αυθαιρεσίας που αντιμετώπισε και αντιμετωπίζει ο τουρισμός μας.
Στο πλαίσιο του σωστού σχεδιασμού που όπως ανωτέρω αναφέραμε ότι απαιτείται, χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τα σχέδια πόλεων σε όλη την Ελληνική επικράτεια, σε πολλές περιοχές της οποίας ούτε καν υφίστανται, ενώ σε άλλες υπάρχουν και εφαρμόζονται πλημμελώς. Αναφέρομαι στο σχέδιο πόλης, γιατί χωρίς τη σωστή εφαρμογή του δεν μπορεί ουσιαστικά να εφαρμοστεί ο ενιαίος χωροταξικός σχεδιασμός σε μια περιοχή καθώς αναιρούνται δράσεις και έργα η ύπαρξή των οποίων βελτιώνει και αναβαθμίζει ουσιαστικά την ποιότητα ζωής κατοίκων και επισκεπτών.
Μαγικά ραβδιά βέβαια δεν υπάρχουν ώστε να καταστεί η χώρα μας τουριστικός παράδεισος. Χωρίς αμφιβολία όμως, δημιουργία και εφαρμογή των απαραίτητων θεσμών αλλά κυρίως η προσήλωση στον στόχο της συνεχούς αναβάθμισης της ποιότητας παροχής προϊόντων και υπηρεσιών, δε μπορεί παρά να οδηγήσει με βεβαιότητα στο επιθυμητό αποτέλεσμα.
Ο Σέγκος Ιωάννης είναι υπάλληλος του Υπουργείου Οικονομίας & Οικονομικών και υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος στο Δήμο Χερσονήσου με τον Σπύρο Δανέλλη.
Τρίτη 15 Σεπτεμβρίου 2009
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)